- ἀκρωνία
- ἀκρωνίᾱ , ἀκρωνίαfem nom/voc/acc dualἀκρωνίᾱ , ἀκρωνίαfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακρωνία — ἀκρωνία, η (Α) [ἄκρων] πιθ. ο ακρωτηριασμός … Dictionary of Greek
ἀκρωνίαι — ἀκρωνία fem nom/voc pl ἀκρωνίᾱͅ , ἀκρωνία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκρων — (5ος αι. π.Χ.). Γιατρός από τον Ακράγαντα της Σικελίας. Έζησε πριν από τον Ιπποκράτη και ήταν μαθητής του Εμπεδοκλή. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, στον μεγάλο λοιμό της Αθήνας το 430 π.Χ., συμβούλεψε τους Αθηναίους να απολυμάνουν τον αέρα ανάβοντας… … Dictionary of Greek